αδενοειδίτιδα

αδενοειδίτιδα
η
(ιατρ.), φλεγμονή των αδενοειδών εκβλαστήσεων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδενοειδίτιδα — Οξεία ή χρονία φλεγμονή του λεμφαδενοειδούς ιστού του ρινοφάρυγγα, συχνή στα παιδιά, όπως και o αδενοειδισμός …   Dictionary of Greek

  • αδενοειδείς εκβλαστήσεις — Μάζα λεμφικού ιστού μεταξύ ρινικής κοιλότητας και φάρυγγα. Η οξεία φλεγμονή των α.ε. προκαλεί αδενοειδίτιδα, που χαρακτηρίζεται από πυρετό, δυσκολία αναπνοής από τη μύτη, φλόγωση του μέσου αφτιού και γενική κατάπτωση. Αδενοειδισμός ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”